Οί πολιτικοί προσπαθούν να περιορίσουν τους κινδύνους που πηγάζουν
από τις ριψοκίνδυνες συναλλαγές των επενδυτικών τραπεζών, χωρίς ουσιαστικά
αποτελέσματα. Ίσως τελικά και να μην μπορούν. Η κατάρρευση της Lehman Brothers πριν από τέσσερα χρόνια κατέδειξε με
δραματικό τρόπο ότι η χρεοκοπία μίας μόνο μεγάλης επενδυτικής τράπεζας μπορεί
να οδηγήσει στον γκρεμό την παγκόσμια οικονομία.
Έκτοτε, οι πολιτικοί προσπαθούν
να περιορίσουν τους κινδύνους που πηγάζουν από τις επενδυτικές τράπεζας, χωρίς,
ωστόσο, ουσιαστικά αποτελέσματα. Ακόμη και σήμερα οι συναλλαγές των δέκα
μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου αντιστοιχούν στο 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ ο
ισολογισμός μόνο της Deutsche Βank αντιστοιχεί στο 84% του γερμανικού ΑΕΠ. Από
αυτά μόνο το ένα πέμπτο αντιστοιχεί στις πρωτογενείς τραπεζικές δραστηριότητες.
Τη μερίδα του λέοντος αποτελεί το λεγόμενο Investmentbanking, το οποίο είναι
συνδεδεμένο με ριψοκίνδυνες συναλλαγές.
Δεν επαρκεί η αύξηση των
ιδίων κεφαλαίων που προβλέπει η Basel III.
Αλλά και αυτό το ποσοστό δεν είναι αρκετό, εκτιμά ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Κλέμενς Φουστ και διευκρινίζει: «Θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να υπερβούμε τις προδιαγραφές που απαιτεί η Basel III. Στην Ελβετία γίνεται αυτό».
Πράγματι οι δύο μεγάλες ελβετικές τράπεζες UBS και Credit Suisse θα πρέπει μέχρι το 2019 να έχουν αυξήσει το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων στο 19%. Η κατάταξη μιας τράπεζας στην κατηγορία too big to fail της διασφαλίζει τη διάσωσή της με χρήματα των φορολογουμένων σε περίπτωση κατάρρευσης.
Σοσιαλισμός των τραπεζών και
των πλουσίων.
Όλα αυτά συνιστούν παραβίαση της σημαντικότερης αρχής της οικονομίας της αγοράς, σύμφωνα με την οποία κάθε επιχείρηση ευθύνεται η ίδια για το ρίσκο που παίρνει. Ο γερμανός οικονομολόγος Μαξ Ότε χαρακτηρίζει το φαινόμενο «Σοσιαλισμό των τραπεζών και των πλουσίων» και αυτό γιατί όπως λέει «τα κέρδη των τραπεζών ιδιωτικοποιούνται και κοινωνικοποιούνται οι απώλειες».
Ο Γιόχαν Έκχοφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Κολωνίας εκτιμά ότι αυτό θα πρέπει να αλλάξει. «Θα πρέπει να έχουμε μικρές τραπεζικές μονάδες, ακόμη και εάν χρειαστεί να διασπάσουμε μεγάλες τράπεζες προκειμένου να μην έχουν τη δυνατότητα να εκβιάζουν κυβερνήσεις. Κι αυτό γιατί εάν μια τράπεζα είναι σε θέση να εκβιάσει μια κυβέρνηση, δεν θα έχει κανένα κίνητρο να αποφεύγει τις αποδοτικές πλην όμως ριψοκίνδυνες δραστηριότητες», επισημαίνει ο γερμανός καθηγητής.
Το σημαντικό είναι η
διεκπεραίωση της πτώχευσης μια τράπεζας.
Και ακριβώς αυτή τη στρατηγική ακολουθεί η Εποπτική Χρηματοπιστωτική Αρχή της Γερμανίας, ζητώντας από την Deutsche Bank να καταθέσει μέχρι το τέλος του χρόνου ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης. Σε άλλες τράπεζες έχει δοθεί προθεσμία μέχρι το τέλος του 2013. Η εξέλιξη αυτή δεν καθησυχάζει τον Μάξ Ότε, ο οποίος δεν πιστεύει ότι ο πολιτικός κόσμος θα πάρει το πάνω χέρι από τις τράπεζες. Και όπως χαρακτηριστικά τονίζει: «Η πολιτική δεν θα τα καταφέρει, επειδή απλούστατα είναι στα χέρια των μεγάλων αγορών κεφαλαίων, των δισεκατομμυριούχων και του χρηματοπιστωτικού λόμπι».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου