Λέγοντας «βαθύ κράτος», εννοούμε κάποιες δυνάμεις που είναι επικυρίαρχες της ορατής και νόμιμης (Συνταγματικής) εξουσίας ενός κράτους.
Δηλαδή, ενώ δεν έχουν καμία θεσμική δικαιοδοσία στην οργάνωση της κρατικής διακυβέρνησης, στην πραγματικότητα, αυτές είναι που ασκούν την πραγματική διακυβέρνηση του κράτους. Έτσι, π.χ στην Τουρκία, το «βαθύ κράτος», η δύναμη που κυβερνά, πίσω και πάνω από την (εκλεγμένη από τον Λαό) κυβέρνηση, είναι ο Στρατός. Γι’ αυτό και λέμε ότι στην Τουρκία υπάρχει «στρατοκρατία» (που, στις μέρες μας, συγκρούεται με τη Δημοκρατία, που θέλουν οι Τούρκοι να της δώσουν τον πρώτο ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους τους).
Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη δήλωση του Προέδρου Woodrow Wilson, (που από τότε που έγινε, δεν έχει ανασκευασθεί), το «βαθύ κράτος» είναι οι λίγοι Τραπεζίτες που ελέγχουν την παραγωγή του νομίσματος της χώρας,: «….Έχουμε καταντήσει μία από τις χειρότερα διακυβερνημένες χώρες, μία από τις πιο ελεγχόμενες και υποδουλομένες κυβερνήσεις του πολιτισμένου κόσμου. Δεν είμαστε κυβέρνηση ελεύθερης γνώμης, δεν είμαστε πλέον κυβέρνηση πειθόμενη από την ψήφο της πλειοψηφίας, αλλά μία κυβέρνηση που εξυπηρετεί τις απόψεις και τις απειλές μικρών ομάδων ισχυρών ανδρών που ελέγχουν το σύστημα πίστωσης της χώρας» .
Στις χώρες όπου υπάρχει «βαθύ κράτος», η Δημοκρατία λειτουργεί κατ’ επίφαση, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο.
Δηλαδή, στις χώρες όπου, πίσω από την Δημοκρατία υπάρχει «βαθύ κράτος», η Δημοκρατία αποτελεί πρόσχημα και ταμπέλλα μίας Ολιγαρχίας, που ασκεί από τα παρασκήνια, την πραγματική διακυβέρνηση.
Ταμπέλλα και πρόσχημα απαραίτητο, τόσο για τις σχέσεις αυτής της Ολιγαρχίας (που σφετερίζεται την Δημοκρατική εξουσία) με την κοινωνία που εξουσιάζει, όσο και με τα άλλα κράτη με τα οποία συνεργάζεται σε διεθνείς Οργανισμούς (στρατιωτικούς, τραπεζικούς, οικονομικούς, πολιτικούς, λκπ).
Στην Ελλάδα, η δύναμη που κυβερνά, τα τελευταία χρόνια, πίσω από τη ταμπέλα της Δημοκρατίας και μέσα από μία διαλανθάνουσα ανοχή και κενά του Συντάγματος, είναι η πολιτική νοοτροπία και συμπεριφορά, που προτάσσει το κομματικό συμφέρον από το κοινωνικό όφελος και έχει καταστεί κρατούσα άποψη στην καθημερινή πολιτική πρακτική, κατά τα χρόνια της «μεταπολίτευσης».
Αυτή η νοοτροπία και πρακτική, ορίζεται στο εγχειρίδιο αυτό ως «κομματοκρατία».
Εδώ, λοιπόν, στην Ελλάδα του 2010, το «βαθύ κράτος» δεν είναι κάποια θεσμοθετημένη εξουσία (όπως ο Στρατός στην Τουρκία ή το Νομισματοπιστωτικό σύστημα στις ΗΠΑ) αλλά, ακόμη χειρότερα, (διότι είναι πιο αφανής) είναι μία νοοτροπία που διατρέχει την πρακτική όλου του καθεστώτος πολιτικού συστήματος και έχει διαβρώσει όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη λειτουργία τους, αλλά και την ίδια την κοινωνία.
Ο κάθε Έλληνας πολίτης βλέπει καθημερινά ότι, η Συνταγματική επιταγή του διαχωρισμού των τριών εξουσιών (Εκτελεστική – Νομοθετική – Δικαιοσύνη) αποτελεί πλέον ένα μεγάλο «δήθεν» στη λειτουργία της Δημοκρατίας μας, δεδομένου ότι, τόσο η νομοθετική εξουσία (Βουλή), όσο και η Δικαιοσύνη, ελέγχονται και εξαρτώνται πλήρως από την εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση), η οποία, με τη σειρά της, άγεται και πορεύεται από τα συμφέροντα του (κυβερνώντος) κόμματος, καθιστώντας το έτσι (στην Ελληνική πραγματικότητα) την κορυφή της πυραμίδας της πολιτικής ιεραρχίας.
Ο Πρόεδρος της (Προεδρευόμενης) Δημοκρατίας μας, (ως θεσμός), μετά τις, κομματικά υπαγορευόμενες, αλλεπάλληλες Συνταγματικές αποψιλώσεις κάθε δυνατότητας ουσιαστικής παρέμβασής του για την εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας, έχει γίνει ρόλος άβουλου και βωβού, μεγαλοπρεπούς κομπάρσου.
Νομίζω ότι είναι ανώφελο να παραθέσω παραδείγματα για να συνηγορήσουν υπέρ μίας τόσο καθαρής και ολοφάνερης πραγματικότητας, που φανερώνεται ποικιλοτρόπως στην καθημερινή ζωή της Πολιτείας.
Η χώρα, λοιπόν, κυβερνάται από αυτή την κομματοκρατία, στην οποία έχει διολισθήσει σιγά-σιγά η λειτουργία της Δημοκρατίας.
Κάλλιστα μπορούμε, λοιπόν, χωρίς φόβο και πάθος, για να αποδώσουμε την πραγματικότητα του καθεστώτος πολιτικού συστήματος που κυβερνά την Ελληνική κοινωνία τα τελευταία 35-40 χρόνια, να πούμε ότι η Χώρα κυβερνάται από μία «κοινοβουλευτική κομματοκρατούμενη ολιγαρχία» που στην πράξη έχει υποκαταστήσει την «κοινοβουλευτική Δημοκρατία», που έχει παραμείνει σαν ένα «δήθεν» και σαν ταμπέλα μόνο, στη λεηλατούμενη κατά βούληση, έννοια της Δημοκρατίας.
Αυτή η πραγματικότητα, είναι το πολύ οδυνηρό αποτέλεσμα που έχει επιφέρει η επικράτηση της κομματοκρατίας στην καθημερινή πρακτική του καθεστώτος πολιτικού συστήματος.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι, στη γέννηση, ανάπτυξη και εδραίωση της κομματοκρατίας, ως κρατούσας πολιτικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς, έχουν συνεισφέρει όλα τα κόμματα πού διάβηκαν το κατώφλι του Ελληνικού Κοινοβουλίου κατά την περίοδο που ονομάζουμε «μεταπολίτευση», δηλαδή από την επομένη της πτώσης της χούντας των συνταγματαρχών.
Δυστυχώς, γι’ αυτά, κανένα δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί και να απορρίψει την κατηγορία αυτή, αφού κανένα δεν εντόπισε και δεν καταδίκασε ΕΓΚΑΙΡΩΣ τη γέννηση και άνθηση του φαινομένου μίας κομματογενούς ολιγαρχίας, ολίγων αλληλοϋποστηριζόμενων και αλληλοτρεφόμενων πολιτικών, οικονομικών και συντεχνιακών παραγόντων, η οποία, εμφανιζόμενη υπό τον μανδύα της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, λειτουργεί (πρωτίστως) υπέρ των συμφερόντων των Ηρακλέων αυτής της ολιγαρχίας και (πολλές φορές) εις βάρος της κοινωνίας, με τα γνωστά και αδιαμφισβήτητα, πλέον, τραγικά αποτελέσματα.
Η επικυριαρχία της κομματοκρατίας επί των Δημοκρατικών λειτουργιών, ίσως και να μην πείραζε κανέναν, αν τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής πρακτικής ήταν η οικονομική και κοινωνική πρόοδος του τόπου.
Τα αποτελέσματα, όμως, της πρακτικής αυτής, κατά τα τελευταία 35-40 χρόνια (αυτά της «μεταπολίτευσης») είναι το θλιβερό οικονομικό βούλιαγμα, αλλά και το κοινωνικό/αξιακό τέλμα που ζεί κατά την καθημερινότητά της η Ελληνική κοινωνία, δηλαδή ο κάθε πολίτης.
Το «ωραίο», (και σχιζοφρενικό, μαζί), είναι το ότι, ενώ αυτή η θλιβερή πραγματικότητα είναι, λίγο-πολύ, αντιληπτή από κάθε πολίτη τη χώρας («όλοι το ίδιο είναι», λέγει), ο ίδιος πολίτης τρέχει να υποστηρίξει τη συνέχιση αυτής της κατάστασης σε κάθε ευκαιρία καταδίκης της (π.χ εκλογές).
Τι συμβαίνει, λοιπόν;
Σίγουρα, «κάτι δεν πάει καλά», κάτι δεν στέκεται και δεν αντέχει στην κοινή λογική.
Αυτό το «κάτι» που «δεν πάει καλά» προσπαθεί να διερευνήσει και να βγάλει στην επιφάνεια το εγχειρίδιο αυτό, με τη σκέψη ότι, όταν αυτό το «κάτι» εμφανισθεί καθαρά εμπρός στον πολίτη/κριτή, σαν αποτέλεσμα μίας αναλυτικής και καθαρής ματιάς, θα είναι πολύ πιο εύκολη η εκμηδένισή του.
Το «όλοι το ίδιο είναι» (που είναι μία λαϊκή άποψη της πραγματικότητας) δεν αρκεί, διότι υπάρχει ένα ερώτημα επ’ αυτού, που καταρρίπτει το καταδικαστικό «όλοι το ίδιο είναι»:
«Πώς είναι όλοι το ίδιο, αφού άλλος είναι σοσιαλιστής, άλλος φιλελεύθερος, άλλος κομμουνιστής, άλλος διεθνιστής, άλλος εθνικιστής, και πάει λέγοντας»;
Οι απαντήσεις που δίνονται σ’ αυτό το ερώτημα, τόσο στους αναπαυτικούς καναπέδες των σαλονιών όσο και στις άβολες καρέκλες των καφενείων, είναι της ίδιας ρηχής διεισδυτικότητας:
« - Όλοι τ’ αρπάζουνε» ή « - Όλοι τους είναι ψεύτες» ή « - Όλοι τους είναι προδότες» και άλλα τέτοια παρόμοια.
Όλες αυτές οι απαντήσεις, (που ακούγονται σε κάθε πολιτική συζήτηση, στα καφενεία, στα σαλόνια, στα λεωφορεία και όπου αλλού) αναφέρονται στα επιφαινόμενα, δηλαδή στα οικονομικά ή κοινωνικά φαινόμενα που είναι ορατά και απτά και τα οποία προβάλλονται σαν αποτέλεσμα της κακής διοίκησης του ενός ή του άλλου κόμματος/διαχειριστή.
Αλλά όλα αυτά, (που είναι, επίσης, λίγο ή πολύ, πραγματικότητες) δεν είναι η αιτία.
Είναι τα αποτελέσματα μίας βαθύτερης αιτίας που τα δημιουργεί και που ως σήμερα δεν έχει βγεί καθαρά και αδιαμφισβήτητα στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου.
Το ότι, όμως, η αιτία αυτή δεν έχει αποκαλυφθεί με έναν τρόπο αδιαμφισβήτητο και δεν έχει ονοματισθεί με ένα συγκεκριμένο όνομα κοινής και διαδεδομένης αποδοχής και χρήσης, της δίνει τη δυνατότητα να διαλανθάνει και έτσι, να συνεχίζει να υπάρχει.
Αυτό , φιλοδοξεί να προσφέρει στην Ελληνική κοινωνία το εγχειρίδιο αυτό:
Να αποκαλύψει και να δώσει όνομα στην αιτία που διατρέχει όλο το πολιτικό κατεστημένο, καθ’ όλη την περίοδο της «μεταπολίτευσης», και έχει οδηγήσει την Ελληνική κοινωνία στο σημερινό οικονομικό και κοινωνικό χάλι .
Σχετικά με την ανάγκη ονοματοδότησης και τη σημασία της, πρέπει να πούμε δύο λόγια:
Όλοι μας ξέρουμε ότι η γλώσσα είναι το εργαλείο του νού.
Το εργαλείο αυτό, λειτουργεί πιο αποτελεσματικά, όταν το απαλλάσσουμε από περιττές ενέργειες που πρέπει να κάνει, προκειμένου να παράξει μία σκέψη. Πχ. αν δεν είχαμε εφεύρει την λέξη «Δημοκρατία», σαν την μονολεκτική απόδοση όλων των χαρακτηριστικών που συνθέτουν μία κοινωνία στην οποία:
- οι αποφάσεις που την αφορούν λαμβάνονται με την πλειοψηφία των πολιτών που την αποτελούν,
- ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να εκλέγει τον ηγέτη που επιθυμεί καθώς και να εκλέγεται ως ηγέτης των υπολοίπων,
- κανένας δεν γεννιέται ανώτερος από τον κάθε άλλον,
- οι Νόμοι συντάσσονται και νομοθετούνται από τους πολίτες της και ισχύουν για όλους το ίδιο,
- υπάρχει πλήρης ελευθερία έκφρασης κάθε άποψης του κάθε πολίτη,
- η ελευθερία του καθ’ ενός φθάνει μέχρι τα όρια της ελευθεριας του άλλου
- κλπ, κλπ, κλπ ,
θα έπρεπε, κάθε φορά που θα θέλαμε να αναφερθούμε σε μία Δημοκρατική κοινωνία, αντί να λέμε «Δημοκρατική», να απαριθμούμε νοερά όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά της δημοκρατικής διακυβέρνησης, μαζί με τα εκατοντάδες άλλα, που δεν είναι του παρόντος να αναφέρουμε.
Δηλαδή θα έπρεπε το μυαλό μας να «κατεβάζει» σελίδες ολόκληρες, αντί μίας λέξης, (που περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά της περιγραφόμενης έννοιας).
Έτσι, το εγχειρίδιο αυτό, προτείνει τη λέξη «κομματοκρατία» για να ορίζει συνολικά την πολιτική νοοτροπία και συμπεριφορά, που προτάσσει το κομματικό συμφέρον από το κοινωνικό όφελος και έχει καταστεί κρατούσα άποψη στην τρέχουσα πολιτική πρακτική .
Αυτός ο ορισμός της λέξης «κομματοκρατία», προσφέρει τη ζητούμενη διευκόλυνση μίας τεκμηριωμένης πολιτικής ανάλυσης που αποκαλύπτει, χωρίς αμφισβητήσεις (και την κατονομάζει), τη μία και μοναδική πηγή του πολύμορφου κακού, δηλαδή όλων των δεινών της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας.
Επανερχόμενος στο «κάτι δεν πάει καλά», θεωρώ ότι είναι πολύ πιθανό αυτό το «κάτι» που «δεν πάει καλά», να είναι η σύγχυση και θολούρα που καλύπτει το σύγχρονο πολιτικό τοπίο της χώρας μας.
Όθωνας Ιακωβίδης
Παρασκευή 28 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου