Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου τροφοδοτούν μια από τις μεγαλύτερες μεταβιβάσεις - και ανακατανομές πλούτου - στην παγκόσμια ιστορία. Οι καταναλωτές του πλανήτη πληρώνουν 4 έως 5 δισ. δολ. περισσότερα για πετρέλαιο τη μέρα από ό,τι πριν πέντε χρόνια, αυξάνοντας έτσι κατά τουλάχιστον 2 τρισ. δολ. τα έσοδα που φέτος έχουν εισρεύσει στα ταμεία των πετρελαϊκών εταιριών και των πετρελαιοπαραγωγών κρατών.
Οι συνέπειες είναι ορατές σε διάφορα «μέτωπα», από την αυξημένη αυτοπεποίθηση του Κρεμλίνου μέχρι τις διαμαρτυρίες των Κινέζων οδηγών στα πρατήρια της χώρας τους για τα ακριβά καύσιμα, από τις υψηλότερες πωλήσεις των υβριδικών αυτοκινήτων μέχρι τις καμπάνιες για εγκατάλειψη των αυτοκινήτων στην Ν.Κορέα και, από τις οργισμένες διαδηλώσεις στη Βιρμανία όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση της τιμής των καυσίμων, μέχρι έντονα δημοσιονομικά προβλήματα σε διάφορες χώρες.
Στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, τις ΗΠΑ, τα ακριβότερα εισαγόμενα καύσιμα μειώνουν την ήδη αναιμική αποταμίευση των καταναλωτών, υποδαυλίζουν τον πληθωρισμό, επιδεινώνουν το εμπορικό έλλειμμα, υποσκάπτουν το δολάριο και κάνουν δυσκολότερη τη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας (FED). Tην ίδια στιγμή όμως αυξάνουν τα οικονομικά κίνητρα για να προωθηθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να μειωθεί η εξάρτηση από το πετρέλαιο, ενώ ενεργοβόροι κλάδοι, όπως οι αεροπορικές εταιρίες και οι χημικές, δέχονται πιέσεις στα κέρδη τους.
Καθώς το πετρέλαιο κινείται κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι, δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος στην ανακατανομή πάνω από 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τα προηγούμενα πετρελαϊκά σοκ είχαν επίσης προκαλέσει μαζική αναδιανομή πλούτου και τεράστια αποθέματα πετρο-δολαρίων, όμως τελικά η κατάσταση εξομαλύνθηκε και οι οικονομίες προσαρμόσθηκαν. Αυτή τη φορά, οι τιμές κινούνται ανοδικά εδώ και τέσσερα χρόνια και πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι, ακόμα κι αν υποχωρήσουν κάποια στιγμή τους επόμενους μήνες, θα παραμείνουν γενικά σε υψηλότερο μέσο επίπεδο από ό,τι στο παρελθόν.
«Ποτέ δεν έχει υπάρξει μια τόσο συνεχής άνοδος τιμών, όπως αυτή των τελευταίων ετών», τονίζει ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής οικονομικών του Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ. «Οι τιμές του πετρελαίου δεν έχουν ανοδικά ξεσπάσματα, απλώς ανεβαίνουν συνεχώς». Τα οφέλη, της τάξης των 700 δισ. δολ. ετησίως, συσσωρεύονται στις πετρελαιο-εξαγωγικές χώρες. Κράτη όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα είναι σε θέση να αψηφούν την κυβέρνηση Μπους, επειδή έχουν αυξημένα πετρελαϊκά έσοδα.
Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου, χρησιμοποιεί τα αυξημένα έσοδά της, για να κτίσει τέσσερις νέες πόλεις (όπως η «Οικονομική πόλη Βασιλιάς Αμπντουλάχ», για 2 εκατ. κατοίκους, στη δυτική ακτή της χώρας, που θα κοστίσει 27 δισ. δολ. και θα είναι τριπλάσια από το Μανχάταν), δημιουργώντας έτσι απασχόληση, εισοδήματα και μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα. Παρά τα μεγάλα αυτά έργα, η χώρα έχει πλέον ξεπληρώσει τα περισσότερα ξένα χρέη της, εμφανίζει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της και αυξάνει συνεχώς τα συναλλαγματικά της αποθέματα.
Η Ρωσία, ο Νο 2 εξαγωγέας καυσίμων στον κόσμο, έχει ξεχάσει πια την εποχή (2000) που ο πρόεδρος Πούτιν ανέβαινε στην εξουσία, όταν η χώρα ανάρρωνε από μια σοβαρή οικονομική κρίση. Σήμερα η όλο και πιο σίγουρη για τον εαυτό της Ρωσία αποπληρώνει με ταχύ ρυθμό το ξένο χρέος της, τα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα αυξάνουν συνεχώς (είναι πλέον τα τρίτα μεγαλύτερα διεθνώς, γύρω στα 425 δισ. δολ.) και η πολιτική και οικονομική της ισχύς είναι αυξημένη στη διεθνή σκηνή. Το μέσο εισόδημα των Ρώσων έχει διπλασιασθεί επί προεδρίας Πούτιν και ο αριθμός των φτωχών έχει μειωθεί στο μισό. Μια καταναλωτική έκρηξη παρατηρείται όχι μόνο στη Μόσχα και την Αγ.Πετρούπολη, αλλά και σε άλλες επαρχιακές πόλεις.
Υπάρχουν όμως και οι οικονομολόγοι που προειδοποιούν ότι τα αυξημένα πετρελαϊκά έσοδα έχουν την αρνητική τους όψη στις πετρελαιο-παραγωγές οικονομίες. Η Ρωσία π.χ. έχει αυξημένο πληθωρισμό, έκρηξη εισαγωγών και έλλειψη νέων επενδύσεων στην ίδια την πετρελαϊκή βιομηχανία της, που τροφοδοτεί όλο αυτό το «μπουμ».
Η κατάσταση είναι χειρότερη στη Νιγηρία, όπου η σύγκρουση με τους αντάρτες, εδώ και χρόνια, έχει οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής πετρελαίου στο Δέλτα του Νίγηρα ποταμού, ενώ η διαφθορά κυριαρχεί στην κυβέρνηση και πολλοί πλέον βλέπουν τον «μαύρο χρυσό» ως κατάρα μάλλον, παρά ως ευλογία για τη χώρα.
Αντίθετα, άλλες αφρικανικές χώρες όπως το Τσαντ και το Σουδάν έχουν επωφεληθεί σημαντικά από το ακριβότερο πετρέλαιό τους. Το Χαρτούμ, η πρωτεύουσα του Σουδάν, αναπτύσσεται δυναμικά, νέοι ουρανοξύστες και ξενοδοχεία πέντε αστέρων ξεφυτρώνουν συνεχώς, ενώ στο Τσαντ η κυβέρνηση προτιμά να αγοράζει όπλα, παρά να αναπτύσσει την οικονομία με τα πετρελαϊκά έσοδά της.
Στην άλλη πλευρά του «μετώπου», τις χώρες που εισάγουν καύσιμα, χειρότερα έχουν πληγεί οι φτωχότερες. Ακόμα και στην ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα (που πλέον καταναλώνει το 9% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου έναντι 7,4% πριν πέντε χρόνια) και όπου η κυβέρνηση επιδοτεί την τιμή της βενζίνης, η άνοδος των τιμών έχει προκαλέσει ταραχές, ενώ σημειώνεται και έλλειψη καυσίμων.
Οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στα ακριβά καύσιμα. Στην Ιαπωνία όμως που εισάγει σχεδόν το 100% των καυσίμων, όλοι έχουν βγει χαμένοι, καθώς αυξάνονται οι τιμές των πάντων (πρώτες ύλες, τρόφιμα, μεταφορικά κλπ), ενώ ουσιαστικά κερδισμένες είναι μόνο οι αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Toyota με τα υβριδικά τους μοντέλα, τα οποία καταναλώνουν πολύ λιγότερα καύσιμα.
Η Βρετανία, πάλι, επειδή παράγει στη Βόρεια Θάλασσα σχεδόν όλο το πετρέλαιο που καταναλώνει, δεν έχει σημαντικό πρόβλημα με τις υψηλές τιμές, αν και οι οδηγοί στη χώρα νιώθουν τη διαφορά, ενώ η κυβέρνηση κερδίζει από την αυξημένη φορολογία στα καύσιμα.
One Stop News
Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου